- ἐξῃρημένως
- ἐξῃρημένως, Adv.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξηρημένως — ἐξηρημένως (Α) επίρρ. 1. εξαιρετικά, υπερβολικά 2. τελικά, τελευταία. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. τού εξηρημένος < εξαιρούμαι] … Dictionary of Greek
ἐξῃρημένως — ἐξαιρέω take out perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)